Σάββατο 2 Οκτωβρίου 2010

Νίκος Παπαδόπουλος ο 3ος.

Σηκώθηκε, σε μια κούπα έβαλε 2 κουταλιές καφέ και 2 ζάχαρη. Πήρε ένα κουταλάκι, πρόσθεσε λίγο νερό και ανακάτεψε τον καφέ. Έβαλε το μπρίκι στο γκαζάκι, το άναψε και περίμενε υπομονετικά να φουσκώσει ο καφές. Όσο περίμενε ξεφύλλιζε ένα διαφημιστικό φυλλάδιο μιας εταιρείας καθαρισμού επαγγελματικών χώρων. Όταν φούσκωσε ο καφές τον έβαλε στην κούπα του. Όσο τον άφηνε να κρυώνει έκοψε 3 κομμάτια κέηκ που είχε στο ψυγείο. Το είχε φτιάξει η μητέρα του. Μόλις τα έβαλε σε ένα πιάτο, πήρε το πιάτο, τον καφέ και ένα μπουκάλι νερό και πήγε στη βεράντα να πάρει το πρωινό του.
Μόλις είχε πιεί την πρώτη γουλιά από τον καφέ του, θυμήθηκε ότι έπρεπε να πάει στο γραφείο για να τελειώσει μια λίστα που του είχε αναθέσει το Αιδοίο. Δεν σηκώθηκε αμέσως. Τέλειωσε το πρωινό του, έπλυνε την κούπα και το πιάτο, ντύθηκε πρόχειρα, πήρε το αυτοκίνητο και ξεκίνησε για το γραφείο. Δεν βρήκε κίνηση γιατί ήταν Κυριακή. Έφτασε γρήγορα. Μόλις έφτασε καταπιάστηκε αμέσως με τη λίστα καθώς ήθελε να μην του πάρει παραπάνω από μία ώρα. Και έτσι έγινε. Τελείωσε γρήγορα και εκεί που μάζευε τα χαρτιά του άκουσε την πόρτα της εταιρείας να ανοίγει. Ήταν το Αιδοίο. Δεν ήταν μόνο του. Είχε μαζί του και το Αρχίδι. Ο Νίκος δεν ήθελε να καλημερήσει κανένα από τα όργανα κυριακάτικα. έμεινε ακίνητος και αθόρυβος, προσπαθώντας να ανιχνεύσει τις κινήσεις τους, να καταλάβει προς τα που πήγαιναν και να φύγει από την άλλη εκείνος.

μετά όμως το ξανασκέφτηκε. και αποφάσισε ότι τον είχε κουράσει αυτό το κρυφτούλι.
ακουσε τα βήματα τους και τα ακολούθησε.
τους καλημέρισε. και πριν προλάβουν να του ευχήθουν και εκείνοι μια καλή κυριακή εκείνος την πραγματοποίησε και τους σκότωσε με το πρώτο περίστροφο που βρέθηκε στα χέρια του.

έκτοκτε ένα χαμόγελο έχει κολλήσει στο πρόσωπο του. αν ήξερε πως η ευτυχία απείχε όσο μια σκανδάλη από το δάχτυλό του θα το είχε κάνει πολλές πολλές κυριακές πριν.

και αν σκεφτείς ότι πήγαινε και σάββατα κάποιες φορές....

3 σχόλια:

  1. "με το πρώτο περίστροφο που βρέθηκε στα χέρια του" ? nice...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. ΜΕΡΟΣ 1

    Ο Μιχάλης αγαπούσε πολύ την Έλενα. Και η Έλενα το Μιχάλη. Όσοι τους ήξεραν δεν μπορούσαν να πουν ποιος αγαπούσε ποιον περισσότερο. Εγώ ξέρω. Η Έλενα αγαπούσε το Μιχάλη. Παθολογικά. Ο Μιχάλης αγαπούσε την Έλενα. Όχι παθολογικά.

    Η Έλενα ήταν βέγκαν. Ξέρεις, χορτοφάγος. Όχι απλή χορτοφάγος, που τρώει μαρούλια, ψάρια, μέλια και φοράει δερμάτινα. Από τους άλλους, τους φανατικούς, που λένε ότι «βέγκαν» δεν είναι είδος δίαιτας, αλλά τρόπος ζωής. Μόνο δερματίνη και ακρυλικά φορούσε η Έλενα και δεν έτρωγε ούτε μέλι, ούτε αυγά, ούτε ψάρια, γιατί έτσι λέει εκμεταλλεύονται οι άνθρωποι τα ζώα. Από αυτούς ήταν.

    Ο Μιχάλης πάλι, όταν η Έλενα χτυπούσε υπερωρίες στην GHA, πήγαινε στα Jackson’s και έτρωγε κάτι T-bone steaks να με το συμπάθιο. Και όχι τις απλές. Αυτές με τη Jack Daniels sauce που έχει και μέλι μέσα. Διπλό το κακό. Φόνος μόσχου και εκμετάλλευση μέλισσας στο ίδιο πιάτο.

    Πραγματικά δεν ταίριαζαν καθόλου. Όλοι ζήλευαν την αγάπη τους, νόμιζαν ότι ήταν έρωτας με την πρώτη ματιά, από αυτές τις αγάπες της τηλεόρασης, που η πλούσια χειραφετημένη ερωτεύεται τον φτωχό άξεστο και ζουν για πάντα μαζί. Αστείο το πόσο τυφλοί είναι οι άνθρωποι καμιά φορά. Δύο άνθρωποι ολότελα άγνωστοι, από δύο διαφορετικούς κόσμους, που κοιτούσαν τη ζωή από διαφορετική οπτική γωνιά, που ακολουθούσαν δύο διαφορετικά μονοπάτια, τα οποία διασταυρώθηκαν μια στιγμούλα μόνο. Κι όμως η μοίρα θέλησε να πορευτούν, έστω και για λίγο, μέχρι τώρα που σου γράφω, μαζί.

    Η αλήθεια είναι ότι η Έλενα είχε μόνιμο δεσμό με το Γιώργο, από το Γυμνάσιο. Ήταν ο πρώτος της και φυσικά ο μοναδικός που είχε αγγίξει το φιδίσιο κορμί της. Ο Γιώργος πάλι, καθώς η φύση τον είχε αδικήσει σωματικά, την είχε πείσει ότι η αληθινή αγάπη δεν στηρίζεται στον σαρκικό έρωτα αλλά στον ψυχικό δεσμό των συντρόφων. Πόσο τυχερή ήταν. Όταν οι φίλες της έπεφταν θύματα των ρηχών εφηβικών ανδρικών ορέξεων, αυτή είχε βρει κάποιον να την αγαπά. Τόσο τυχερή. Μετά από χρόνια πνευματικής συνύπαρξης και θαμμένου ανικανοποίητου πόθου, η Έλενα βρέθηκε να περιμένει μέχρι αργά, έξω από το γραφείο, κάτω από τη βροχή. Περίμενε τον Γιώργο, τον Γιώργο που ποτέ δεν αργούσε, τον Γιώργο που ποτέ δεν μύριζε γυναικείο άρωμα, τον Γιώργο που ποτέ δεν ξεχνούσε τα γενέθλιά της, τον Γιώργο που ποτέ δε λέρωνε το πουκάμισό του με κραγιόν, τον Γιώργο που ποτέ δεν την έκανε να κλάψει, τον Γιώργο που πάντα σεβόταν τον πονοκέφαλό της, τον Γιώργο που πάντα της αγόραζε τριαντάφυλλα, τον Γιώργο που πάντα σήκωνε το τηλέφωνό του, τον Γιώργο που απόψε ξεχάστηκε σε μια άλλη αγκαλιά. Τα μαλλιά της έσταζαν , τα ρούχα κολλούσαν πάνω της, το πρόσωπό της ήταν μουσκεμένο – όχι από δάκρυα, από βροχή. Ο Μιχάλης, από την πιτσαρία απέναντι τη λυπήθηκε. Πόσο τυχερή ήταν. Να βρεθεί ένας τόσο καλός άνθρωπος να την πάει σπίτι, να της κουβαλήσει το μουσκεμένο χαρτοφύλακα, να την συνοδέψει μέχρι επάνω, να της βγάλει τα βρεγμένα ρούχα, να την ξαπλώσει στο κρεβάτι της, να της σκουπίσει τα υγρά μάγουλα, να διεισδύσει μέσα της πιο βαθιά από κάθε άλλον – το Γιώργο. Τόσο τυχερή.

    Στην πρώτη τους επέτειο, ο Μιχάλης της χάρισε μια γλάστρα με γεράνια. Τα αγαπούσε η Έλενα τα γεράνια. Εκείνη του χάρισε ένα αρσενικό ακίτα, 2 μηνών, γλυκύτατο, με όλα τα πιστοποιητικά. Το βάφτισα Σταύρο. Ήταν η τελευταία φορά που τους είδα ευτυχισμένους.

    ΑπάντησηΔιαγραφή